- θραυσάντυξ
- θραυσάντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ, ([etym.] θραύω)A breaking chariot-rails,
τύχαι Ar. Nu.1264
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύχαι Ar. Nu.1264
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θραυσάντυξ — θραυσάντυξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που συντρίβει τους τροχούς τού άρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω + άντυξ «ο γύρος τού δίφρου»] … Dictionary of Greek
θραυσάντυγες — θραυσάντυξ breaking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… … Dictionary of Greek